πομπευτης

πομπευτης
    πομπευτής
    -οῦ ὅ участник торжественного шествия Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πομπευτης" в других словарях:

  • πομπευτής — organizer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπευτής — ο, ΝΑ [πομπεύω] 1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή 2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπής αρχ. (ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο …   Dictionary of Greek

  • πομπευταῖς — πομπευτής organizer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπευτῇ — πομπευτής organizer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»